- οικονομισμός
- ο1. δόγμα το οποίο κατά την ερμηνεία τών πολιτικών και κοινωνικών φαινομένων και συμβάντων και γενικότερα τής ιστορικής εξέλιξης δίνει απόλυτη ή και αποκλειστική προτεραιότητα στα οικονομικά δεδομένα2. (ειδικά) ιδεολογική και πολιτική κίνηση που διαμορφώθηκε στο Ρωσικό Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα κατά τις αρχές τού 20ού αιώνα και απέβλεπε στον περιορισμό τών σκοπών τού εργατικού κινήματος μόνο στην οικονομική πάλη.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. economisme (< οικονομία + -ισμός*)].
Dictionary of Greek. 2013.